продолжительный
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Russian > Greek
μακρός, δολιχός, πολυχρόνιος, ἐπιχρόνιος, μακραίων, μακρόπνοος, μακρόπνους, διαρκής, πλειστήρης, συχνός, ἐπιμήκης