обступать
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Russian > Greek
περισαίνω ;; περισσαίνω ;; περιστείχω ;; κυκλόω ;; περιστεφανόω ;; ἀμφαγείρομαι ;; ἀμφαγέρομαι ;; ἀμφίστημι ;; περιρρέω ;; περιΐστημι