περιστείχω
τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword
English (LSJ)
go round about, c. acc., τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον Od.4.277, cf. AP5.138 (Mel.): abs., περιστείχοντος ἀλείσου Call.Aet. 1.1.13, dub. in Alc.Com.35.
German (Pape)
[Seite 593] im Kreise herumgehen, τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον, um den Hinterhalt, Od. 4, 277.
French (Bailly abrégé)
aller autour de, acc..
Étymologie: περί, στείχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-στείχω om... heen lopen.
Russian (Dvoretsky)
περιστείχω:
1 обходить (κοῖλον λόχον Hom.);
2 окружать, обступать (τινά Anth.).
English (Autenrieth)
aor. περίστειξας: walk around, Od. 4.277†.
Greek Monolingual
Α
1. βαδίζω ολόγυρα, περιέρχομαι («τρὶς περίστειξας κοίλον λόχον», Ομ. Οδ.)
2. περιβάλλω, κυκλώνω από παντού, περικυκλώνω (α. «πάντῃ μέ περιστείχουσιν Ἔρωτες», Μελέαγρ.
β. «οἷος τὴν σελήνην περιστείχει κύκλος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στείχω «βαδίζω, βαίνω»].
Greek Monotonic
περιστείχω: μτχ. αορ. αʹ περίστειξας, βαδίζω ολόγυρα, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
περιστείχω: βαδίζω ὁλόγυρα, περιέρχομαι, τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον, «περιῆλθες, περιώδευσας» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 277, Πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 139· ἀπολ., περιστείχοντος ἀλείσου Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 477C.