покрывать позором
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Russian > Greek
ἀτιμάζω ;; λυμαίνομαι ;; καταισχύνω ;; ἀπολωβάω ;; ἐλέγχω ;; προσκαταισχύνω ;; διαβάλλω
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
ἀτιμάζω ;; λυμαίνομαι ;; καταισχύνω ;; ἀπολωβάω ;; ἐλέγχω ;; προσκαταισχύνω ;; διαβάλλω