προσκαταισχύνω

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαταισχύνω Medium diacritics: προσκαταισχύνω Low diacritics: προσκαταισχύνω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΙΣΧΥΝΩ
Transliteration A: proskataischýnō Transliteration B: proskataischynō Transliteration C: proskataischyno Beta Code: proskataisxu/nw

English (LSJ)

disgrace still further, Plu.Phoc.22.

German (Pape)

[Seite 768] noch dazu beschämen, Plut. Phoc. 22.

French (Bailly abrégé)

déshonorer en outre.
Étymologie: πρός, καταισχύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-καταισχύνω nog meer beschamen.

Russian (Dvoretsky)

προσκαταισχύνω: сверх того обесславливать, покрывать позором Plut.

Greek Monolingual

Α
καταντροπιάζω επί πλέον («οὖσαν τὴν ὑπουργίαν ταύτην ἀγενῆ προσκατῄσχυνεν ὁ τάφος συντελεσθείς», Πλουτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταισχύνω «ντροπιάζω»].

Greek Monotonic

προσκαταισχύνω: μέλ. -ῠνῶ, ατιμάζω, ντροπιάζω ακόμα περισσότερο, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταισχύνω: καταισχύνω προσέτι, Πλουτ. Φωκ. 22.

Middle Liddell

fut. ῠνῶ
to disgrace still further, Plut.