убедительный
From LSJ
ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
Russian > Greek
πιστευτικός ;; ἀξιοτέκμαρτος ;; περαντικός ;; ἀσφαλής ;; ἄμαχος ;; ἀποδεικτικός ;; εὐπειθής ;; εὐπιθής ;; συνερκτικός ;; πιστικός ;; ἀναπειστήριος ;; πειθός ;; πειστικός ;; συνακτικός ;; πειστήριος ;; πιθανός