devise

From LSJ
Revision as of 09:27, 21 July 2017 by Spiros (talk | contribs) (CSV3)

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 220.jpg

v. trans.

P. and V. συντιθέναι, μηχανᾶσθαι, τεχνᾶσθαι, τεκταίνεσθαι, πορίζειν, ἐκπορίζειν, βουλεύειν, P. ἐκτεχνᾶσθαι. Ar. and P. ἐπινοεῖν, Ar. and V. μήδεσθαι, V. συνάπτειν.

Invent: P. and V. εὑρίσκειν, ἐξευρίσκειν, ἐφευρίσκειν, ἀνευρίσκειν, V. ἐξανευρίσκειν.

Devise (plots, etc.): P. κατασκευάζειν, σκευωρεῖσθαι, συσκευάζειν, P. and V. πλέκειν (Plat.), V. ἐμπλέκειν, ῥάπτειν, καταρράπτειν, ὑπορράπτειν, μηχανορραφεῖν.

Help in devising: P. συμπαρασκευάζειν (acc.), συγκατασκευάζειν (acc.), συμφυτεύειν (acc.); see contrive.

Bequeath: Ar. and P. καταλείπειν, P. διατίθεσθαι, V. λείπειν (Eur., Alc. 688).