devise
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. συντιθέναι, μηχανᾶσθαι, τεχνᾶσθαι, τεκταίνεσθαι, πορίζειν, ἐκπορίζειν, βουλεύειν, P. ἐκτεχνᾶσθαι. Ar. and P. ἐπινοεῖν, Ar. and V. μήδεσθαι, V. συνάπτειν.
Invent: P. and V. εὑρίσκειν, ἐξευρίσκειν, ἐφευρίσκειν, ἀνευρίσκειν, V. ἐξανευρίσκειν.
Devise (plots, etc.): P. κατασκευάζειν, σκευωρεῖσθαι, συσκευάζειν, P. and V. πλέκειν (Plat.), V. ἐμπλέκειν, ῥάπτειν, καταρράπτειν, ὑπορράπτειν, μηχανορραφεῖν.
Help in devising: P. συμπαρασκευάζειν (acc.), συγκατασκευάζειν (acc.), συμφυτεύειν (acc.); see contrive.
Bequeath: Ar. and P. καταλείπειν, P. διατίθεσθαι, V. λείπειν (Eur., Alc. 688).