flock
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Of wool: P. and V. κάταγμα, τό (Plat.), V. μαλλός, ὁ, λάχνη, ἡ, Ar. and V. κρόκη, ἡ. Flock of sheep: P. and V. ποίμνη, ἡ, ποίμνιον, τό, βοσκήματα, τά, V. νομεύματα, τά, Ar. and V. μῆλα, τά, βοτά, τά. Flock of birds: V. ἑσμός, ὁ, κῶμος, ὁ. v. intrans. Collect: P. and V. συνέρχεσθαι, ἀθροίζεσθαι, συναθροίζεσθαι, συλλέγεσθαι. Flock around: P. περικεχύσθαι (dat.) (Plat.) (perf. pass. of περιχεῖν), περιρρεῖν (acc.) (Plat.). Flock-master subs. See shepherd.