ποίμνη

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποίμνη Medium diacritics: ποίμνη Low diacritics: ποίμνη Capitals: ΠΟΙΜΝΗ
Transliteration A: poímnē Transliteration B: poimnē Transliteration C: poimni Beta Code: poi/mnh

English (LSJ)

ἡ,
A flock, Od.9.122; prop. of sheep, βουκολίας ἀγέλας τε καὶ αἰπόλια πλατἔ αἰγῶν ποίμνας τ' είροπόκων ὀΐων Hes.Th.446; τά τε αἰπόλια καὶ τὰς π. καὶ τὰ βουκόλια Hdt.1.126, cf. A.Pr.653, Pl.R. 415e, etc.: generally, ποῖμναι κάπρων λεόντων τε Pi.Fr.238; of a single animal, χρυσεόμαλλος ποίμνη, of the ram with golden fleece, E.El.725 (lyr.), cf. Antiph.52.4.
2 metaph. of persons, A.Supp.642(lyr., of the Furies), Eu.197; ποίμνη δίπους, of mankind, Pl.Plt. 267c.

German (Pape)

[Seite 651] ἡ, Heerde von weidendem Vieh, bes. Schaafheerde; Od. 9, 122; Hes. Th. 466; Tragg., wie Aesch. Prom. 656; Soph. Ai. 230 u. öfter, wie Eur.; Her. 1, 126 u. sonst; ὥσπερ λύκος ἐπὶ ποίμνην τις ἴοι, Plat. Rep. III, 415 e; Dem. 47, 52 u. Folgde; von einem einzelnen Stücke Vieh Eur. El. 627. – Übh. Menge, von den Erinnyen Aesch. Eum. 188.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
troupeau paissant, particul. troupeau de moutons ; fig. troupeau d'hommes.
Étymologie: ποιμήν ; cf. λίμνηλιμήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποίμνη -ης, ἡ, Dor. ποίμνᾱ, kudde, vooral schaapskudde; Eur. Cycl. 26; overdr. schare:. ποίμναν τάνδ’ ἀμέγαρτον deze meedogenloze schare (Furiën) Aeschl. Suppl. 642; ποίμνη δίπους tweevoetige kudde (mensen) Plat. Plt. 267c.

Russian (Dvoretsky)

ποίμνη:
1 стадо (мелкого скота) (αἱ ποῖμναι καὶ τὰ βουκόλια Her.);
2 стая (λεόντων Hes.);
3 баран, овца (χρυσόμαλλος π. Eur.);
4 толпа, сонм (sc. τῶν ἱκετίδων Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ποίμνη: ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.) ποίμνιον, «κοπάδι», Ὀδ. Ι. 122˙ κυρίως προβάτων (πρβλ. ποιμήν), βουκολίας τ’ ἀγέλας τε καὶ αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν ποίμνας τ’ εἰροπόκων ὀΐων Ἡσ. Θεογ. 446˙ τά τε αἰπόλια καὶ τὰς ποίμνας καὶ τὰ βουκόλια Ἡρόδ. 1. 126˙ καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ.˙ Αἰσχύλ. Πρ. 653, Πλάτ., κτλ.˙ καθόλου, ποίμνια κάπρων λεόντων τε Ἡσ. Ἀποσπ. 159˙ ― ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, χρυσόμαλλος π., ἐπὶ τοῦ χρυσομάλλου κριοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 725 (ἴδε Seidl. 721), πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδιοίῳ» 1. 4, καὶ ἴδε ἐν λ. ποίμνιον, 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 642, Εὐμ. 197. (Ἐκ τοῦ ποιμήν, ὡς τὸ λίμνη ἐκ τοῦ λιμήν).

English (Autenrieth)

flock, pl., Od. 9.122†.

English (Strong)

contraction from ποιμαίνω; a flock (literally or figuratively): flock, fold.

English (Thayer)

ποίμνης, ἡ (contracted from ποιμενη; see ποιμήν) (from Homer (Odyssey 9,122) on), a flock (especially) of sheep: John 10:16.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. πλήθος βοσκημάτων, κυρίως προβάτων, τα οποία επιβλέπει ο ποιμένας, ποίμνιο, κοπάδι
2. εκκλ. το σύνολο τών πιστών στον Χριστό
αρχ.
1. αγέλη ζώων
2. (με περιλπτ. σημ.) ένα μόνο ζώο του κοπαδιού
3. μτφ. πλήθος ανθρώπων, ομάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποι-μήν με τη μηδενισμένη βαθμίδα -μν- του επιθήματος -μην].

Greek Monotonic

ποίμνη: ἡ,
1. κοπάδι, σε Ομήρ. Οδ.· κυρίως λέγεται για τα πρόβατα (πρβλ. ποιμήν), σε Ησίοδ., Ηρόδ.· λέγεται για το κριάρι, σε Ευρ.
2. μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ποίμνη, ἡ,
1. a flock, Od.; properly of sheep (cf. ποιμήν), Hes., Hdt.; of a ram, Eur.
2. metaph. of persons, Aesch.

Chinese

原文音譯:po⋯mnh 拍恩尼
詞類次數:名詞(5)
原文字根:羊(群) 相當於: (נָזִיר‎) (צֹאן‎)
字義溯源:群,羊群,牛羊群,群眾;源自(ποιμαίνω)=住在牧人帳棚中,牧養);而 (ποιμαίνω)出自(ποιμήν)*=牧人)
出現次數:總共(5);太(1);路(1);約(1);林前(2)
譯字彙編
1) 羊群(2) 路2:8; 約10:16;
2) 群中(1) 林前9:7;
3) 牛羊群(1) 林前9:7;
4) 群(1) 太26:31

English (Woodhouse)

flock of sheep

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)