grim
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
adj.
Of appearance: P. and V. σκυθρωπός, γοργός (Xen.), V. στυγνός, δύσχιμος, γοργώψ, γοργωπός; see also fierce. Alarming: P. and V. δεινός. Harsh: P. and V. πικρός, σχέτλιος; see harsh. Determined: P. and V. αὐθάδης, σκληρός. Of things: P. ἰσχυρός.