αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
adj.
Pretended P. προσποιητός. Counterfeit: P. and V. κίβδηλος, Ar. and P. παράσημος. Made up: P. and V. πεπλασμένος, πλαστός (Xen.), V. σύνθετος, ποιητός (Eur., Hel. 1547). False: P. and V. ψευδής. Legendary: P. μυθώδης.