driver
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. ἡνίοχος, ὁ (Eur., Rhes. 804), ἁρματηλάτης, ὁ (Xen.), V. ἡνιοστρόφος, ὁ, ἱππηλάτης, ὁ, διφρευτής, ὁ, διφρηλάτης, ὁ, τροχηλάτης, ὁ; see charioteer. Driver of oxen: P. and V. βοηλάτης, ὁ; see herdsman.