sheer
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Precipitous: P. ἀπότομος (Plat.), ἀπόκρημνος, κρημνώδης, V. ὑψηλόκρημνος, αἰπύνωτος, ὀκρίς, αἰπύς, αἰπεινός.
A sheer crag: V. λισσὰς πέτρα, ἡ.
Absolute: P. εἰλικρινής, ἁπλοῦς, ἄκρατος.