αἰπύνωτος
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
αἰπύνωτον, on a high mountain-ridge, of Dodona, A.Pr.830.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
situado en el escarpado espinazo de una sierra de Dodona, A.Pr.830.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sur le dos ou le plateau d'une montagne.
Étymologie: αἰπύς, νῶτον.
German (Pape)
Δωδώνη, auf hohem Berggipfel, Aesch. Prom. 882.
Russian (Dvoretsky)
αἰπύνωτος: расположенный высоко в горах, высокогорный (Δωδώνη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰπύνωτος: -ον, (νῶτον) ὁ ἔχων ὑψηλὰ τὰ νῶτα, ὁ ἐπὶ ὑψηλῆς ὀρεινῆς ῥάχεως κείμενος, περὶ τῆς Δωδώνης, Αἰσχύλ. Πρ. 830.
Greek Monotonic
αἰπύνωτος: -ον, αυτός που έχει ψηλά τα νώτα, αυτός που βρίσκεται σε υψηλή ορεινή ράχη, λέγεται για τη Δωδώνη, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
high-backed, on a high mountain-ridge, of Dodona, Aesch.