Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
subs.
P. κώλυμα, τό, διακώλυμα, τό, ἐμπόδισμα, τό, ἐναντίωμα, τό. Be an impediment to: Ar. and P. ἐμπόδιος εἶναι (dat.), P. and V. ἐμποδὼν εἶναι (dat.), ἐμποδὼν γίγνεσθαι (dat.).