befitting
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
adj.
P. and V. εὐπρεπής, πρέπων, προσήκων, σύμμετρος, εὐσχήμων. Ar. and P. πρεπώδης, V. ἐπεικώς, προσεικώς, συμπρεπής.
Seasonable: P. and V. καίριος, ἐπίκαιρος; see seasonable.