trivial
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
adj.
P. and V. λεπτός, μικρός, σμικρός, ὀλίγος, φαῦλος, βραχύς, ἀσθενής, Ar. and V. βαιός; see trifling.
Not worth speaking of: P. οὐκ ἄξιος λόγου.
Frivolous: P. ληρώδης.
trivial, s. abgeschmackt.