unsociable
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. ἀκοινώνητος, ἀνομίλητος, δυσκοινώνητος, P. and V. ἄμικτος.
Unapproachable: P. δυσπρόσοδος, V. ἄπλατος, ἀπροσήγορος, δυσπρόσοιστος, δυσπρόσιτος.
Be unsociable: P. ἀπροσοίστως ἔχειν.
adj.
P. ἀκοινώνητος, ἀνομίλητος, δυσκοινώνητος, P. and V. ἄμικτος.
Unapproachable: P. δυσπρόσοδος, V. ἄπλατος, ἀπροσήγορος, δυσπρόσοιστος, δυσπρόσιτος.
Be unsociable: P. ἀπροσοίστως ἔχειν.