distracted
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Mad: P. and V. ἀπόπληκτος, μανιώδης, V. λυσσώδης, μαργῶν, ἐμμανής (also Plat. but rare P.), θεομανής, Ar. and P. μανικός; see mad. Distorted: V. διάστροφος.