bewildering
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ἄπορος.
Full of confusion: P. ταραχώδης.
Difficult to understand: P. and V. ἀσαφής, ἄδηλος, V. δυσμαθῆς, δύσκριτος, δυστέκμαρτος, δυσεύρετος, ψελλός, ἄσημος.