evasive
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Not clear: P. and V. ἀσαφής. Obscure: V. δυσμαθής, ἄσημος, ἀξύμβλητος, δυστόπαστος, ἄσκοπος. Ambiguous: P. ἀμφίβολος, V. ἀμφίλεκτος, διχόμυθος.