Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
adj.
P. ἀδιάφθορος, ἀδιάφθαρος.
Pure: P. and V. καθαρός, ἀκήρατος (rare P.).
Unharmed: P. and V. ἀκέραιος, ἀκραιφνής; see unharmed.