concordant
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. σύμφωνος (Plat.), συνῳδός (Plat.), V. σύμφθογγος.
Agreeing: P. ὁμογνώμων, ὁμονοητικός.
adj.
P. and V. σύμφωνος (Plat.), συνῳδός (Plat.), V. σύμφθογγος.
Agreeing: P. ὁμογνώμων, ὁμονοητικός.