σύμφθογγος

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφθογγος Medium diacritics: σύμφθογγος Low diacritics: σύμφθογγος Capitals: ΣΥΜΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: sýmphthongos Transliteration B: symphthongos Transliteration C: symfthoggos Beta Code: su/mfqoggos

English (LSJ)

σύμφθογγον, sounding together, Χορὸς σύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος = in concert, but not in harmony, of the Furies, A.Ag.1187; σ. λύρης ἀοιδή Epigr.in BCH26.134 (Honestus).

German (Pape)

[Seite 991] mittönend, einstimmig, χορός Aesch. Ag. 1160.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les voix résonnent d'accord.
Étymologie: συμφθέγγομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμ-φθογγος -ον [~ συμφθέγγομαι] meeklinkend.

Russian (Dvoretsky)

σύμφθογγος: согласно звучащий, стройный (χορός Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
ομόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. πρόσφθογγος].

Greek Monotonic

σύμφθογγος: -ον, αυτός που συνηχεί, που ηχεί σε συμφωνία, ομόηχος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφθογγος: -ον, ὁ ὁμοῦ ἠχῶν, συνεκπέμπων τὸν αὐτὸν φθόγγον, χορὸς ξύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος, ὁμόφθογγος, ἀλλ’ οὐχὶ ἐναρμόνιος, ὁμόηχος, ἀλλ’ οὐχὶ ἁρμονικός· ― ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1187.

Middle Liddell

σύμ-φθογγος, ον,
sounding together, in concert, Aesch.

English (Woodhouse)

in accord

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)