infancy
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
subs.
P. παιδεία, ἡ. From infancy: P. ἐκ νέου, ἐκ παιδός, ἐκ παιδίου (Xen.), ἐκ παιδαρίου.