ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
P. and V. τύχη, ἡ, συμφορά, ἡ, P. περίπτωμα, τό, σύμπτωμα, τό.
in case of accident: P. ἤν τι συμβῇ.