γαλλικός
From LSJ
γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
Full diacritics: γαλλικός | Medium diacritics: γαλλικός | Low diacritics: γαλλικός | Capitals: ΓΑΛΛΙΚΟΣ |
Transliteration A: gallikós | Transliteration B: gallikos | Transliteration C: gallikos | Beta Code: galliko/s |
ή, όν, perh.
A gelded, POxy.1836 (v/vi A. D.).
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Γαλλία
2. το θηλ. Γαλλική (και το ουδ. πληθ.) τα Γαλλικά ως ουσ.
η γαλλική γλώσσα.