καινοσχημάτιστος

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ον,

   A newly or strangely formed, Eust.141.32.

German (Pape)

[Seite 1295] = Folgdm, Eust. 141, 31.

Greek Monolingual

καινοσχημάτιστος, -ον (Μ)
ο σχηματισμός με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -σχημάτιστος (< σχηματίζω), πρβλ. διπλο-σχημάτιστος, ετερο-σχημάτιστος].