καινοσχημάτιστος

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοσχημάτιστος Medium diacritics: καινοσχημάτιστος Low diacritics: καινοσχημάτιστος Capitals: ΚΑΙΝΟΣΧΗΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kainoschēmátistos Transliteration B: kainoschēmatistos Transliteration C: kainoschimatistos Beta Code: kainosxhma/tistos

English (LSJ)

καινοσχημάτιστον, newly or strangely formed, Eust.141.32.

German (Pape)

[Seite 1295] = Folgdm, Eust. 141, 31.

Greek Monolingual

καινοσχημάτιστος, -ον (Μ)
ο σχηματισμός με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -σχημάτιστος (< σχηματίζω), πρβλ. διπλοσχημάτιστος, ετεροσχημάτιστος].