καλοπαίκτης

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοπαίκτης Medium diacritics: καλοπαίκτης Low diacritics: καλοπαίκτης Capitals: ΚΑΛΟΠΑΙΚΤΗΣ
Transliteration A: kalopaíktēs Transliteration B: kalopaiktēs Transliteration C: kalopaiktis Beta Code: kalopai/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, (κάλως)

   A trapeze-artist, PSI8.953 (vi A.D.), prob. cj. for calopettas in GGMii 519 (Arch.Lat.Lex.13.552).

Greek Monolingual

καλοπαίκτης, ὁ (Α)
ο γυμναζόμενος πάνω σε σχοινιά, σχοινοβάτης, ακροβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, «χοντρό σχοινί» + παίκτης.