καλοπαίκτης

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοπαίκτης Medium diacritics: καλοπαίκτης Low diacritics: καλοπαίκτης Capitals: ΚΑΛΟΠΑΙΚΤΗΣ
Transliteration A: kalopaíktēs Transliteration B: kalopaiktēs Transliteration C: kalopaiktis Beta Code: kalopai/kths

English (LSJ)

καλοπαίκτου, ὁ, (κάλως) trapeze-artist, PSI8.953 (vi A.D.), prob. cj. for calopettas in GGMii 519 (Arch.Lat.Lex.13.552).

Greek Monolingual

καλοπαίκτης, ὁ (Α)
ο γυμναζόμενος πάνω σε σχοινιά, σχοινοβάτης, ακροβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, «χοντρό σχοινί» + παίκτης.