κολαπτός

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ή, όν,

   A engraved, κ. γράμμα an inscription, Sammelb.5629 (Egypt, iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

κολαπτός: -ή, -όν, ἐγκεχαραγμένος, κ. γράμμα, ἐπιγραφή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 258. 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κολαπτός, -ή, -όν) κολάπτω
αυτός που έχει εγκολαφθεί, εγ
χαραχθεί, αυτός που φέρει γλυφές, χαρακτός, χαραγμένος
αρχ.
φρ. «κολαπτὸν γράμμα» — η επιγραφή.