κόλυθροι
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
οἱ,
A testicles, Arist.Pr.913b20.
Greek (Liddell-Scott)
κόλυθροι: οἱ, οἱ ὄρχεις, Ἀριστ. Προβλ. 16. 4.
Greek Monolingual
κόλυθροι, οἱ (Α)
όρχεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόλυθρον.
Frisk Etymological English
Meaning: testicle
See also: s. κολεόν and σκόλυθρον.
Frisk Etymology German
κόλυθροι: {kóluthroi}
Grammar: m. pl.
Meaning: Hoden
See also: s. zu κολεόν.
Page 1,905