λιθόκολλα
English (LSJ)
ἡ,
A cement, Dsc. 5.145.
German (Pape)
[Seite 45] ἡ, Steinkitt, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθόκολλα: ἡ, μῖγμα μαρμάρου ἢ λίθου Παρίου καὶ ταυροκόλλης πρὸς συγκόλλησιν λίθων, Διοσκ. 5. 164.
Greek Monolingual
η (Α λιθόκολλα)
νεοελλ.
ειδική κόλλα για συγκόλληση λίθων ή για στερέωση πολύτιμων λίθων
αρχ.
μίγμα μαρμάρου ή παρίου λίθου και ταυρόκολλας το οποίο χρησιμοποιούνταν για συγκόλληση λίθων.