νυκτοδρόμος
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
ον, =
A noctivago, Gloss.
Greek Monolingual
νυκτοδρόμος και νυκτιδρόμος, -ον (Α)
αυτός που τρέχει, που περιπλανάται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + δρόμος. Ο τ. νυκτιδρόμος < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].