παλινστρόβητος

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινστρόβητος Medium diacritics: παλινστρόβητος Low diacritics: παλινστρόβητος Capitals: ΠΑΛΙΝΣΤΡΟΒΗΤΟΣ
Transliteration A: palinstróbētos Transliteration B: palinstrobētos Transliteration C: palinstrovitos Beta Code: palinstro/bhtos

English (LSJ)

ον,

   A whirled or twirled round, Lyc. 739.

German (Pape)

[Seite 450] zurück gewirbelt, gedreht, Lycophr. 739.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινστρόβητος: -ον, παλινστροβήτοις πημοναῖς ἁλώμενος, «ὀπισθορμήτοις, πολυπλάτοις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 739.

Greek Monolingual

παλινστρόβητος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + στροβῶ (< στρόβος «περιστροφή»].