παρημελημένως

From LSJ
Revision as of 07:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρημελημένως Medium diacritics: παρημελημένως Low diacritics: παρημελημένως Capitals: ΠΑΡΗΜΕΛΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: parēmelēménōs Transliteration B: parēmelēmenōs Transliteration C: parimelimenos Beta Code: parhmelhme/nws

English (LSJ)

Adv., (παραμελέω)

   A negligently, διατρεφόμενος Plu. 2.34od, f.l. in D.H.7.12.

German (Pape)

[Seite 521] adv. part. perf. pass. von παραμελέω, vernachlässigt, Dion. Hal. 7, 12 Luc. amor. 50.

Greek (Liddell-Scott)

παρημελημένως: Ἐπίρρ., ἀμελῶς, ἀπερισκέπτως, Διον. Ἁλ. 7. 12.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. απερίσκεπτα, αμελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρημελημένος του παραμελῶ].

Russian (Dvoretsky)

παρημελημένως: [adv. к part. pf. pass. от παραμελέω с пренебрежением, пренебрежительно Plut., Luc.