πείρασις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A attempt, D.C.47.25 ; esp. at seduction, Th. 6.56.
German (Pape)
[Seite 545] ἡ, das Versuchen, Erproben, die Versuchung, Thuc. 6, 56.
Greek (Liddell-Scott)
πείρᾱσις: ἡ, ἀπόπειρα πρὸς ἀποπλάνησιν νέου, τὸν δ’ οὖν Ἁρμόδιον ἀπαρνηθέντα τὴν πείρασιν Δίων Κ. 36. 37· μάλιστα ἀπαγωγή, ἀποπλάνησις, Θουκ. 6. 56.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
essai de corruption.
Étymologie: πειράω.
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[πειρώ / πειρώμαι
1. δοκιμή, δοκιμασία, απόπειρα, ιδίως για αποπλάνηση
2. απαγωγή, αποπλάνηση («τὸν δ' οὖν Ἁρμόδιον ἀπαρνηθέντα τὴν πείρασιν... προυπηλάκισεν», Θουκ.).
}}
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πείρᾱσις -εως, ἡ [πειράω] verleidingspoging.
Russian (Dvoretsky)
πείρᾰσις: εως ἡ попытка соблазнить, искушение (ἀπαρνεῖσθαι τὴν πείρασιν Thuc.).