εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Full diacritics: σειρωτός | Medium diacritics: σειρωτός | Low diacritics: σειρωτός | Capitals: ΣΕΙΡΩΤΟΣ |
Transliteration A: seirōtós | Transliteration B: seirōtos | Transliteration C: seirotos | Beta Code: seirwto/s |
ή, όν,
A bound, Sm., Thd.Ex.28.32.
σειρωτός: -ή, -όν, δεδεμένος, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ.
-ή, -όν, Α [σειρῶ (Ι)]
δεμένος με σχοινί.