συνακτός

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνακτός Medium diacritics: συνακτός Low diacritics: συνακτός Capitals: ΣΥΝΑΚΤΟΣ
Transliteration A: synaktós Transliteration B: synaktos Transliteration C: synaktos Beta Code: sunakto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A collected, ὕδωρ Porph.Abst.1.42.

Greek (Liddell-Scott)

συνακτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., συνηγμένος, ὕδωρ ὀλίγον συνακτόν, ἐάν τι δέξηται ῥυπαρόν, εὐθέως μιαίνεται Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συνάγω
αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συνάγω
αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.