συνοδηγός

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ὁ,

   A guide, Lyr.Alex.Adesp.1.15.

Greek Monolingual

ο, η / συνοδηγός, -όν, ΝΑ ὁδηγός
ο επίσης οδηγός
νεοελλ.
αυτός που κάθεται δίπλα στον οδηγό οχήματος
αρχ.
οδηγός.