Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Full diacritics: συνοδηγός | Medium diacritics: συνοδηγός | Low diacritics: συνοδηγός | Capitals: ΣΥΝΟΔΗΓΟΣ |
Transliteration A: synodēgós | Transliteration B: synodēgos | Transliteration C: synodigos | Beta Code: sunodhgo/s |
ὁ, guide, Lyr.Alex.Adesp.1.15.
ο, η / συνοδηγός, -όν, ΝΑ ὁδηγός
ο επίσης οδηγός
νεοελλ.
αυτός που κάθεται δίπλα στον οδηγό οχήματος
αρχ.
οδηγός.