σύσπασις
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
εως, ἡ,
A contraction, Arist.GA782b28.
German (Pape)
[Seite 1042] ἡ, das Zusammenziehen, Zuziehen, Zuflicken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύσπᾰσις: -εως, ἡ, τὸ συσπᾶν, συστέλλειν, συστολή, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 14.
Russian (Dvoretsky)
σύσπᾰσις: εως ἡ сжатие, сокращение Arst.