συναποσβέννυμι

Revision as of 11:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

   A put out, extinguish with or together, ὄμμασι (sight) πνοιήν (breath) AP7.367(Antip. Thess.); τῇ περιγραφῇ τῆς Χρείας [ἡ φύσις] συναπέσβεσε τὸ ἔργον (sc. τὴν κάθαρσιν) Sor. 1.28; σ. τὰς ψυχάς Them.Or.4.59d:—Pass., with aor. -έσβην, pf. -έσβηκα, to be put out together, D.S.37.2.14, Plu.Marc.24, etc.; πυρσὸς συναπέσβετο λύχνῳ AP5.278 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 1003] (s. σβέννυμι), mit od. zugleich auslöschen, ausgehen lassen, συναπέσβεσε πνοιήν, Antp. Th. 64 (VII, 367), – τῇ ῥώμῃ μαραινομένῃ συναποσβῆναι τὸν πόλεμον, Plut. Marcell. 24.

Greek (Liddell-Scott)

συναποσβέννῡμι: σβήνω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τί τινι Ἀνθολ. Π. 7. 367· σ. τὰς ψυχὰς Θεμίστ. 59D. ― Παθ., μετ’ ἀορ. -έσβην, πρκμ. -έσβηκα, σβήνομαι ὁμοῦ, Διοδ. Ἐκλογ. 541. 22, Πλουτ. Μάρκελλ. 24, κτλ.· πυρσὸς συναπέσβετο λύχνῳ Ἀνθ. Π. 5. 279.

French (Bailly abrégé)

intr. à l’ao.2 συναπέσβην, au pf. συναπέσβηκα, et au Pass.
s’éteindre avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀποσβέννυμι.

Greek Monolingual

Α ἀποσβέννυμι
σβήνω, εξαλείφω, εξαφανίζω κάτι μαζί με κάτι ή συγχρόνως με κάτι άλλο.

Greek Monotonic

συναποσβέννῡμι: μέλ. -σβέσω, σβήνω μαζί ή από κοινού με, τί τινι, σε Ανθ. — Παθ., με Ενεργ. αόρ. -έσβην, παρακ. -έσβηκα, σβήνομαι μαζί με, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συναποσβέννῡμι:
1) (aor. συναπέσβεσα) досл. гасить вместе, перен. прекращать, приостанавливать (πνοιὴν ὄμμασι Anth.);
2) (aor. 2 συναπέσβην, pf. συναπέσβηκα) вместе угасать, перен. прекращаться: τῇ ῥώμῃ μαραινομένῃ συναποσβῆναι τὸν πόλεμον Plut. (по мнению Марцелла) Фабий вел дело к тому, чтобы война прекратилась вместе с истощением (римских) сил.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αποσβέννῡμι pass. intrans. tegelijk (met...) uitgeblust worden met, tegelijk (met...) ten einde lopen, met dat.

Middle Liddell

fut. -σβέσω aor2 act. -έσβην perf. -έσβηκα
to put out with or together, τί τινι Anth.:—Pass., with aor2 act. -έσβην, perf. -έσβηκα, to be put out together, Plut.