τείχισμα

Revision as of 01:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A wall or fort, E. HF1096 codd. (τυκ- is prob. cj.), Th.4.8,115, etc.; Τυρσηνῶν τ. Πελασγικόν, of the wall of Athens, Call. in Διηγήσεις iv 1 (cf. Sch.).

German (Pape)

[Seite 1081] τό, die erbau'te, aufgerichtete Mauer, übh. das Befestigungswerk; Eur. Herc. Fur. 96, Thuc. 4, 8. 115.

Greek (Liddell-Scott)

τείχισμα: τό, τεῖχοςφρούριον, ὀχύρωμα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1096, Θουκ. 4. 8, 115, κλπ., πρβλ. ἀπο-, δια-, περι-τείχισμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ouvrage de défense, fortification.
Étymologie: τειχίζω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ τειχίζω
τείχος, οχύρωμα.

Greek Monotonic

τείχισμα: -ατος, τό (τειχίζω), τείχος ή φρούριο, οχύρωμα, σε Ευρ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

τείχισμα: ατος τό крепостное сооружение, укрепление Eur., Thuc.

Middle Liddell

τείχισμα, ατος, τό, τειχίζω
a wall or fort, fortification, Eur., Thuc.