τριχοκοσμητής
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A hairdresser, Id. s.v. κεροπλάστης.
Greek (Liddell-Scott)
τριχοκοσμητής: ὁ, ὁ κοσμῶν τὰς τρίχας, κομμωτής, Ἡσύχ. ἐν λ. κεροπλάστης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κομμωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κοσμητής (< κοσμῶ)].