τροχή
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
ἡ,
A = τρόχος, course, Trag.Adesp.261.
Greek (Liddell-Scott)
τροχή: ἡ, = τρόχος, δρόμος, ἴδε ἐν λ. προσαυρίζω, «προσαυρίζουσα χερσαία τροχή· ὑπὸ τῆς αὔρας νοτὶς προσπίπτουσα τῇ τροχῇ. δύναται δὲ οἷον καταλαμβάνουσα· ἐπαυρεῖν γὰρ τὸ καταλαμβάνειν καὶ ἐπιτυγχάνειν» Ἡσύχ. ἐν λ. προσαυρίζουσα...
Greek Monolingual
ἡ, Α
δρόμος, τρόχος (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τρέχω + κατάλ. -ή (πρβλ. τροπ-ή, τροφ-ή)].