φυσαλλίς

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A bladder, bubble, Luc.Cont.19.    II a wind instrument, a kind of pipe, Ar.Lys.1245 (pl.).    III = ἁλικάκκαβος 1, Ps.-Dsc.4.71, Paul.Aeg.3.45.    IV bolus, pill, Aen. Gaz.Ep.20.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσαλλίς: -ίδος, ἡ, πομφόλυξ, φυσαλλίδα, φουσκαλίδα, Λατ. pusula pustula, πομφόλυγας..., τὰς φυσαλλίδας λέγω ἀφ’ ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρὸς Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19. ΙΙ. ὄργανον μουσικὸν πνευστόν, εἶδος αὐλοῦ, λαβὲ δῆτα τὰς φυσαλλίδας, «τοὺς αὐλούς, ἀπὸ τοῦ φυσᾶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Λυσ. 1245. ΙΙΙ. φυτόν τι ἔχον καρπὸν ὅμοιον πρὸς φυσαλλίδα, εἶδος στρύχνου, ὅστις καλεῖται καὶ ἁλικάκαβον, Διοσκ. 4. 72.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
bulle.
Étymologie: φῦσα.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΜΑ
βλ. φυσαλλίδα.