χαράκιον
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
English (LSJ)
τό, Dim. of χάραξ, in pl.,
A = ὑποστηρίγματα, Hsch. 2 χαράκιν (sic), = Lat. tessera, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰράκιον: ὑποκορ. τοῦ χάραξ, «χαράκια· ὑποστηρίγματα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. χαράκι.