εὐγενίζω

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

   A ennoble, πόλιν Philem.180, cf. Lib.Eth.17.4.

German (Pape)

[Seite 1059] edel machen, adeln, τὴν πόλιν εὐγενίζεις Philem. fr. inc. 89.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγενίζω: καθιστῶ τι εὐγενές, ἐξευγενίζω, πόλιν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 89.

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐγενίζω) ευγενής
καθιστώ ευγενές κάτι, εξευγενίζω
μσν.
(η μτχ. παρακμ.) εὐγενισμένος, -η, -ον
1. (για καταγωγή) ευγενικός
2. αυτός που έχει καλή ανατροφή, καλούς τρόπους.